Βλεννόρροια ( Γονόρροια)

Η βλενόρροια ή γονόρροια ή γονοκοκκική λοίμωξη αποτελεί Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενο Νόσημα (ΣΜΝ) που προκαλείται από τη μετάδοση ενός βακτηρίου, του  γονόκοκκου (Neisseria gonorrhoeae), κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής με μολυσμένο άτομο και από τη μητέρα στο νεογνό.

Ο γονόκοκκος είναι ένας διπλόκοκκος που προσκολάται σχετικά εύκολα στο ουρηθρικό επιθήλιο και όχι μόνο.

Συμπτώματα και θεραπεία της Γονόρροιας

Η νόσος εκδηλώνεται  συνήθως 2 -8 ημέρες μετά τη μόλυνση.

Το 10% των ανδρών και το 50% των γυναικών παραμένουν ασυμπτωματικοί.

Το πιο χαρακτηριστικό εύρημα της νόσου είναι το ουρηθρικό έκκριμα. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες είναι πιθανόν να παρατηρήσουν εκροή ενός υγρού απ την ουρήθρα το οποίο μπορεί να είναι θολερό, πυώδες και σπανιότερα διαυγές. Η νόσος μπορεί να συνοδεύεται από τσούξιμο κατά την ούρηση, δυσκολία στην ούρηση(δυσουρία) ή και να είναι τελείως ασυμπτωματική πλην του εκκρίματος.

Σε άτομα με πρωκτικές επαφές είναι δυνατόν να παρατηρηθεί πρωκτικό έκκριμα ενώ λόγω του εύκολου αποικισμού του γονόκοκκου στο φαρυγγικό επιθήλιο η νόσος μεταδίδεται και με τη στοματογεννητική οδό(στοματικό σεξ).

Στις γυναίκες ο μικροοργανισμός είναι δυνατόν να ακολουθήσει ανιούσα οδό προσβάλλοντας ενδοπυελικά όργανα και δημιουργώντας συμπτώματα όπως πυελικό άλγος, δυσπαρεύνια (πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή) κ.α.

Αξίζει να σημειωθεί οτι η γονοκοκκική λοίμωξη σε ποσοστό 10-30% συνυπάρχει με χλαμυδιακή λοίμωξη οπότε πρέπει και οι δύο κλινικές οντότητες να συνθεραπεύονται.

Επιγραμματικα η νόσος προκαλεί:

Στους άνδρες:

  • Ουρηθρήτιδα
  • Πρωκτίτιδα
  • Φαρυγγίτιδα
  • Επιδιδυμίτιδα

Στις γυναίκες:

  • Ουρηθρήτιδα
  • Πρωκτίτιδα
  • Φαρυγγίτιδα
  • Βαρθολινίτιδα
  • Ενδοπυελική νόσο

Εάν είναι γνωστό ότι ο/η σύντροφος πάσχει από βλενόρροια/γονόρροια πρέπει να υποβληθεί και ο έτερος/η σύντροφος σε θεραπεία, διότι μπορεί να υπάρξει επαναμόλυνση και του θεραπευθέντος.

Η διάγνωση είναι συνήθως κλινική(εφόσον υπάρχει έκκριμα) και σπάνια χρειάζεται μικροβιολογική τεκμηρίωση(άμεση μικροσκόπηση του εκκρίματος). Σε κάποιες αμφίβολες περιπτώσεις ωστόσο κρίνεται επιβοηθητική όπως και η καλλιέργεια.

Η θεραπεία της γονόρροιας περιλαμβάνει ειδική αντιβίωση που θα χορηγήσει ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος. Συνίσταται συνήθως στην ενέσιμη χορήγηση κεφτριαξόνης (ceftriaxone) ενδομυικά σε συνδυασμό με τη λήψη αζιθρομυκίνης (azithromycin) ή δοξυκυκλίνης (doxycycline) από το στόμα.

Ωστόσο, ο έλεγχος θα πρέπει να συνεχιστεί (διότι δεν ανταποκρίνονται όλοι οι οργανισμοί στην ίδια θεραπεία) και να σταματήσει μετά την βεβαιωμένη εκρίζωση του βακτηριδίου. Επίσης, οι ερωτικοί σύντροφοι  των τελευταίων 2 μηνών θα πρέπει να υποβληθούν σε  θεραπευτική αγωγή, ακόμα κι αν δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Οι έγκυες ασθενείς, θα πρέπει να ενημερώσουν τον γυναικολόγο για πιθανή μόλυνση, ώστε αμέσως μετά τον τοκετό το νεογνό να λάβει ειδική αντιβίωση για την αποφυγή οφθαλμοπάθειας και τύφλωσης(νεογνική οφθαλμία).