Έρπης των γεννητικών οργάνων

Ο έρπης των γεννητικών οργάνων είναι το πιο συνηθισμένο ιογενές Σεξουαλικά Μεταδιδόμενο Νόσημα (ΣΜΝ) και αφορά και τα δύο φύλα.

Υπάρχουν δυο τύποι απλού έρπητα: Ο έρπης τύπου-1 (HSV-1) που συνήθως προκαλεί επιχείλιο έρπη και ο έρπης τύπου-2 (HSV-2) που ευθύνεται κυρίως για τον έρπητα των γεννητικών οργάνων.  Ωστόσο και ότι ο τύπος-1 μπορεί να προκαλέσει ερπητική λοίμωξη στα γεννητικά όργανα μέσω της στοματογεννητικής οδού(στοματικό σεξ).

Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα λόγω ευπάθειας του γεννητικού τους βλεννογόνου.

Η αυξημένη συχνότητά του έρπη των γεννητικών οργάνων οφείλεται στο γεγονός ότι ο ιός ακόμη και μετά τη θεραπεία, παραμένει μέσα στα κύτταρα σε λανθάνουσα κατάσταση και μπορεί να επανεργοποιηθεί σε καταστάσεις στρές, ανοσοκαταστολής, ορμονικών διαταραχών κ.α. Υπάρχει επίσης και ασυμπτωματική απόπτωση του ιού, είναι δηλαδη δυνατόν κάποιος να μεταδίδει τον ιό και χωρίς ορατές κλινικά βλάβες. Οι περισσότεροι ασθενείς δε γνωρίζουν οτι ιοφορούν.

Συμπτώματα – διάγνωση του έρπη γεννητικών οργάνων

Συχνά τα συμπτώματα της μόλυνσης είναι πολύ ήπια και δεν γίνονται αντιληπτά ή συγχέονται με άλλες δερματικές παθήσεις. Τα συμπτώματα που πρέπει να ενεργοποιήσουν ένα άτομο προκειμένου να επισκεφθεί άμεσα τον  Δερματολόγο είναι:

Η αίσθηση φαγούρας, τσουξίματος ή πόνου στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Στα σημεία της ενόχλησης συνήθως  εμφανίζονται μικρές φουσκάλες(φυσαλίδες) που είναι γεμάτες με διάφανο ή κιτρινόχρωμο υγρό και οφείλονται στην άμεση κυτταροπαθητική δράση του ιού. Προκαλούν ήπιο έως πολύ έντονο πόνο και κνησμό (φαγούρα). Διαρκούν από 1 έως και 3 εβδομάδες.

Στην πρωτολοίμωξη είναι δυνατόν να εμφανιστούν και γενικά συμπτώματα όπως αδιαθεσία, πυρετός, κακουχία, διόγκωση των βουβωνικών λεμφαδένων και αμβλύς πόνος στην οσφυική χώρα.

Όταν οι φυσαλίδες σπάζουν, δημιουργούνται επώδυνες διαβρώσεις (πληγές) που σχηματίζουν μια «κρούστα» και σταδιακά ατονούν και εξαφανίζονται. Ο ιός του έρπητα όμως, παραμένει.

Τα σημεία εμφάνισης των φυσαλίδων είναι  συνήθως τα χείλη του αιδοίου, ο κόλπος, το πέος, η βάλανος και το όσχεο. Βλάβες είναι δυνατόν να εμφανιστούν και περιπρωκτικά και στην περιοχή του περινέου.

Μετά την  πρωτολοίμωξη  με έρπη των γεννητικών οργάνων είναι πιθανόν να εμφανιστούν υποτροπές μετά από εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια.  Η συχνότητά τους εξαρτάται από μικροβιακές λοιμώξεις, τραύματα, ανοσοκαταστολή, άλλες παθήσεις, εμμηνόρροια, παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο, στρές, κ.α. Η νόσος σταδιακά εξασθενεί ως προς την διάρκειά της, την ένταση των συμπτωμάτων και τον αριθμό των υποτροπών.

Η διάγνωση της νόσου γίνεται σχεδόν αποκλειστικά κλινικά. Ωστόσο είναι δυνατόν να προσδιοριστεί και με αιματολογικό έλεγχο ο τύπος του έρπητα. Χρησιμοποιείται ο προσδιορισμός των igG1 αντισωμάτων που είναι ειδικά για τον HSV-1 και ο προσδιορισμός των igG2 αντισωμάτων που ειίναι ειδικά για τον HSV-2.Τα αντισώματα αυτά αυξάνουν 2-12 εβδομάδες μετά την πρωτολοίμωξη

Θεραπεία του έρπη γεννητικών οργάνων

Ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται απο Δερματολόγο – Αφροδισιολόγο προκειμένου να αποφύγει τυχόν επιπλοκές. Οπωσδήποτε να λάβει φαρμακευτική αγωγή που θα μειώσει τη μολυσματικότητα περιορίζοντας την εξάπλωση του ιού. Επίσης, θα μειώσει τις υποτροπές και θα βοηθήσει στην γρήγορη επούλωση των ελκών που προκαλούν οι φυσαλίδες.

Η θεραπεία γίνεται κυρίως με αντιικά φάρμακα(ακυκλοβίρη, βαλακυκλοβίρη, φαμσικλοβίρη) και είναι κεφαλαιώδους σημασίας να ξεκινά όσο το δυνατόν νωρίτερα(24-72 ώρες μετά τη λοίμωξη). Συνεπικουρικά θα χορηγηθούν τοπικά αντισηπτικά και αντιβιοτικές κρέμες για αποφυγή επιμόλυνσης. Εάν ο έρπης υποτροπιάζει πάνω από 6 φορές το χρόνο, τότε δίνεται αγωγή χημειοπροφύλαξης για 6-12 μήνες. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζονται τα ζευγάρια που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν. Γινεται προγεννητικός έλεγχος ιοφορίας(igG1 και igG2 αντισώματα) και ανάλογα με το αν είναι φορείς οι γονείς ή όχι δίνονται συμβουλές για τις σεξουαλικές πρακτικές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Ο ιός είναι δυνατόν να προσβάλει το έμβρυο κατά τη διάρκεια του τοκετού(ιδιαίτερα αν η μητέρα έχει βλάβες στη γεννητική περιοχή) και να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές όπως ερπητική επιπεφυκίτιδα και ερπητική μηνιγγοεγκεφαλίτιδα.